χαροκοπώ

χαροκοπώ
-έω και -άω, μέσ. χαροκοπιέμαι, Ν
(αμτβ.) διασκεδάζω συνεχώς, γλεντοκοπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρά + -κοπώ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαροκοπώ — και χαροκοπάω διασκεδάζω διαρκώς, γλεντοκοπώ: Δε δίνω δανεικά σ αυτόν που χαροκοπάει κάθε μέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

  • ευωχούμαι — έομαι (Α εὐωχοῡμαι, έομαι και ενεργ. εὐωχῶ, έω) συμποσιάζω, διασκεδάζω, ξεφαντώνω, γλεντοκοπώ, χαροκοπώ αρχ. 1. προσφέρω γεύμα, φιλεύω κάποιον 2. (για ζώα) διατρέφω καλά 3. παρέχω τροφή 4. (για κάθε είδους απόλαυση) παρέχω πλούσια, προσφέρω… …   Dictionary of Greek

  • χαροκοπίστρα — η, Ν 1. αυτή που τής αρέσει να διασκεδάζει, να γλεντά 2. παροιμ. «Κυριακή χαροκοπίστρα και Δευτέρα μουρμουρίστρα» δηλώνει ότι, όταν κάποιος γλεντά αλόγιστα και χωρίς μέτρο, την επομένη μετανιώνει, διότι έχει μείνει απένταρος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • χαροκοπιέμαι — Ν μέσ. βλ. χαροκοπώ …   Dictionary of Greek

  • χαροκόπος — Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Καρυστίας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιτάλων. * * * ο, Ν 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τις διασκεδάσεις, γλεντζές 2. παροιμ. «τών ακριβών τα πράγματα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”